- μπότα
- ηανδρικό ή γυναικείο ψηλό υπόδημα που φτάνει ώς το γόνατο, παλαιότερα ιδίως τών στρατιωτικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. botte, πιθ. < επίθ. bot «στραβός, κυρτός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπότα — η (λ. γαλλ.), είδος παπουτσιού που καλύπτει και την κνήμη: Φόρεσε μπότες για να περπατήσει πάνω στο χιόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
μποτίνι — το είδος υποδήματος, χαμηλή μπότα που καλύπτει τους αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bottine < botte (βλ. λ. μπότα)] … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
ενδρομίς — η (Α ἐνδρομίς) νεοελλ. 1. υψηλό υπόδημα, μπότα τών αξιωματικών τού ιππικού 2. λεπιδόπτερο ημερόβιο έντομο αρχ. 1. υπόδημα τών κυνηγών 2. βαρύς επενδύτης για να μην κρυολογήσουν (συνήθως οι αθλητές) ενώ ήταν ιδρωμένοι 3. ως επίθ. κατάλληλος για… … Dictionary of Greek
κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
μποτάκι — το χαμηλή μπότα, μποτίνι, που καλύπτει το πόδι ώς ή λίγο πάνω από τους αστραγάλους … Dictionary of Greek
σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek
σκαρπίνι — το, Ν είδος χαμηλού υποδήματος που αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους, σε αντιδιαστολή με το άρβυλο ή την μπότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scarpino] … Dictionary of Greek